- τροφός
- η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α(κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννααρχ.1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα3. το θηλ. α) ονομασία εμπλάστρουβ) μτφ. i) η πόλη στην οποία ανατράφηκε κάποιος, η πατρίδα τουii) (στην ποίηση) αυτή που στηρίζει την ύπαρξη άλλων («τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρᾳ καὶ τροφόν», Ξεν.)4. (το ουδ.) τὸ τροφόνη τροφή5. (το αρσ. και θηλ. πληθ.) τροφοί(κατά τον Ησύχ.) (με παθ. σημ.) «θρέμματα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ-τής ρίζας τού τρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.